Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀμφίθρεπτος
ἀμφίθυρος
ἀμφικαλύπτω
ἀμφικεάζω
ἀμφίκειμαι
ἀμφικείρω
ἀμφικίων
ἀμφίκλαστος
ἀμφίκλυστος
ἀμφικομέω
ἀμφίκομος
ἀμφίκρανος
ἀμφικρέμαμαι
ἀμφικρεμής
ἀμφίκρημνος
ἀμφικρύπτω
ἀμφικτίονες
Ἀμφικτύονες
Ἀμφικτυονία
Ἀμφικτυονικός
Ἀμφικτυονίς
View word page
ἀμφίκομος
ἀμφίκομος κόμη with hair all round, Anth. thick-leafed, Il.
ShortDef
with hair all round
Debugging
Headword:
ἀμφίκομος
Headword (normalized):
ἀμφίκομος
Headword (normalized/stripped):
αμφικομος
IDX:
1973
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1973
Key:
a)mfi/komos
Data
{'content': 'ἀμφίκομος\n κόμη\n with hair all round, Anth.\n thick-leafed, Il.', 'key': 'a)mfi/komos'}