Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

λικμάω
λικμητήρ
λικμητός
λικμός
λίκνον
λικνοφόρος
λικριφίς
λιλαίομαι
λιμαίνω
λιμενίτης
λιμενορμίτης
λιμενοσκόπος
λιμήν
λιμηρός
λιμηρός2
λιμναῖος
λιμνάς
λίμνη
Λιμνήσιος
λιμνήτης
λιμνουργός
View word page
λιμενορμίτης
λιμενορμίτης λῐ_μεν-ορμίτης, ου, ὁ, ὁρμίζω tarrying in the harbour, Anth.

ShortDef

tarrying in the harbour

Debugging

Headword:
λιμενορμίτης
Headword (normalized):
λιμενορμίτης
Headword (normalized/stripped):
λιμενορμιτης
IDX:
19709
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19729
Key:
limenormi/ths

Data

{'content': 'λιμενορμίτης\n λῐ_μεν-ορμίτης, ου, ὁ,\n ὁρμίζω\n tarrying in the harbour, Anth.', 'key': 'limenormi/ths'}