Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

λικμαῖος
λικμάω
λικμητήρ
λικμητός
λικμός
λίκνον
λικνοφόρος
λικριφίς
λιλαίομαι
λιμαίνω
λιμενίτης
λιμενορμίτης
λιμενοσκόπος
λιμήν
λιμηρός
λιμηρός2
λιμναῖος
λιμνάς
λίμνη
Λιμνήσιος
λιμνήτης
View word page
λιμενίτης
λιμενίτης λῐ_μενίτης, ου, ὁ, god of the harbour, Anth.: fem. λιμενῖτις, ιδος, Anth.

ShortDef

god of the harbour

Debugging

Headword:
λιμενίτης
Headword (normalized):
λιμενίτης
Headword (normalized/stripped):
λιμενιτης
IDX:
19708
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19728
Key:
limeni/ths

Data

{'content': 'λιμενίτης\n λῐ_μενίτης, ου, ὁ,\n god of the harbour, Anth.: fem. λιμενῖτις, ιδος, Anth.', 'key': 'limeni/ths'}