Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

λιθώδης
λικμαῖος
λικμάω
λικμητήρ
λικμητός
λικμός
λίκνον
λικνοφόρος
λικριφίς
λιλαίομαι
λιμαίνω
λιμενίτης
λιμενορμίτης
λιμενοσκόπος
λιμήν
λιμηρός
λιμηρός2
λιμναῖος
λιμνάς
λίμνη
Λιμνήσιος
View word page
λιμαίνω
λιμαίνω λῑμαίνω, λιμός to suffer from hunger, Hdt.

ShortDef

to suffer from hunger

Debugging

Headword:
λιμαίνω
Headword (normalized):
λιμαίνω
Headword (normalized/stripped):
λιμαινω
IDX:
19707
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19727
Key:
limai/nw

Data

{'content': 'λιμαίνω\n λῑμαίνω,\n λιμός\n to suffer from hunger, Hdt.', 'key': 'limai/nw'}