Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
λιθουργός
λιθοφορέω
λιθοφόρος
λιθώδης
λικμαῖος
λικμάω
λικμητήρ
λικμητός
λικμός
λίκνον
λικνοφόρος
λικριφίς
λιλαίομαι
λιμαίνω
λιμενίτης
λιμενορμίτης
λιμενοσκόπος
λιμήν
λιμηρός
λιμηρός2
λιμναῖος
View word page
λικνοφόρος
λικνοφόρος λικνο-φόρος, ον φέρω carrying the sacred λίκνον in procession, Dem.
ShortDef
carrying the sacred
Debugging
Headword:
λικνοφόρος
Headword (normalized):
λικνοφόρος
Headword (normalized/stripped):
λικνοφορος
IDX:
19704
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19724
Key:
liknofo/ros
Data
{'content': 'λικνοφόρος\n λικνο-φόρος, ον\n φέρω\n carrying the sacred λίκνον in procession, Dem.', 'key': 'liknofo/ros'}