Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

λιθοτομία
λιθοτόμος
λιθουργέω
λιθουργός
λιθοφορέω
λιθοφόρος
λιθώδης
λικμαῖος
λικμάω
λικμητήρ
λικμητός
λικμός
λίκνον
λικνοφόρος
λικριφίς
λιλαίομαι
λιμαίνω
λιμενίτης
λιμενορμίτης
λιμενοσκόπος
λιμήν
View word page
λικμητός
λικμητός a winnowing, Anth.

ShortDef

a winnowing

Debugging

Headword:
λικμητός
Headword (normalized):
λικμητός
Headword (normalized/stripped):
λικμητος
IDX:
19701
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19721
Key:
likmhto/s

Data

{'content': 'λικμητός\n a winnowing, Anth.', 'key': 'likmhto/s'}