Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

λίθος
λιθόστρωτος
λιθοτομία
λιθοτόμος
λιθουργέω
λιθουργός
λιθοφορέω
λιθοφόρος
λιθώδης
λικμαῖος
λικμάω
λικμητήρ
λικμητός
λικμός
λίκνον
λικνοφόρος
λικριφίς
λιλαίομαι
λιμαίνω
λιμενίτης
λιμενορμίτης
View word page
λικμάω
λικμάω λικμάω, λικμός to part the grain from the chaff, to winnow, Il., Xen.:— metaph. to scatter like chaff, NTest.

ShortDef

to part the grain from the chaff, to winnow

Debugging

Headword:
λικμάω
Headword (normalized):
λικμάω
Headword (normalized/stripped):
λικμαω
IDX:
19699
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19719
Key:
likma/w

Data

{'content': 'λικμάω\n λικμάω,\n λικμός\n to part the grain from the chaff, to winnow, Il., Xen.:— metaph. to scatter like chaff, NTest.', 'key': 'likma/w'}