Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

λιθοσπαδής
λίθος
λιθόστρωτος
λιθοτομία
λιθοτόμος
λιθουργέω
λιθουργός
λιθοφορέω
λιθοφόρος
λιθώδης
λικμαῖος
λικμάω
λικμητήρ
λικμητός
λικμός
λίκνον
λικνοφόρος
λικριφίς
λιλαίομαι
λιμαίνω
λιμενίτης
View word page
λικμαῖος
λικμαῖος λικμαῖος, α, ον presiding over winnowing, Anth.

ShortDef

presiding over winnowing

Debugging

Headword:
λικμαῖος
Headword (normalized):
λικμαῖος
Headword (normalized/stripped):
λικμαιος
IDX:
19698
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19718
Key:
likmai=os

Data

{'content': 'λικμαῖος\n λικμαῖος, α, ον\n presiding over winnowing, Anth.', 'key': 'likmai=os'}