Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

λιθόρρινος
λιθοσπαδής
λίθος
λιθόστρωτος
λιθοτομία
λιθοτόμος
λιθουργέω
λιθουργός
λιθοφορέω
λιθοφόρος
λιθώδης
λικμαῖος
λικμάω
λικμητήρ
λικμητός
λικμός
λίκνον
λικνοφόρος
λικριφίς
λιλαίομαι
λιμαίνω
View word page
λιθώδης
λιθώδης λῐθώ-δης, ες εἶδος like stone, stony, Hdt., Xen.

ShortDef

like stone, stony

Debugging

Headword:
λιθώδης
Headword (normalized):
λιθώδης
Headword (normalized/stripped):
λιθωδης
IDX:
19697
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19717
Key:
liqw/dhs

Data

{'content': 'λιθώδης\n λῐθώ-δης, ες\n εἶδος\n like stone, stony, Hdt., Xen.', 'key': 'liqw/dhs'}