Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
λιθοξόος
λιθοποιός
λιθόρρινος
λιθοσπαδής
λίθος
λιθόστρωτος
λιθοτομία
λιθοτόμος
λιθουργέω
λιθουργός
λιθοφορέω
λιθοφόρος
λιθώδης
λικμαῖος
λικμάω
λικμητήρ
λικμητός
λικμός
λίκνον
λικνοφόρος
λικριφίς
View word page
λιθοφορέω
λιθοφορέω λῐθοφορέω, fut. -ήσω to carry stones, Thuc. from λῐθοφόρος
ShortDef
to carry stones
Debugging
Headword:
λιθοφορέω
Headword (normalized):
λιθοφορέω
Headword (normalized/stripped):
λιθοφορεω
IDX:
19695
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19715
Key:
liqofore/w
Data
{'content': 'λιθοφορέω\n λῐθοφορέω,\n fut. -ήσω\n to carry stones, Thuc.\n from λῐθοφόρος', 'key': 'liqofore/w'}