Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

λιθολόγος
λιθοξόος
λιθοποιός
λιθόρρινος
λιθοσπαδής
λίθος
λιθόστρωτος
λιθοτομία
λιθοτόμος
λιθουργέω
λιθουργός
λιθοφορέω
λιθοφόρος
λιθώδης
λικμαῖος
λικμάω
λικμητήρ
λικμητός
λικμός
λίκνον
λικνοφόρος
View word page
λιθουργός
λιθουργός λῐθ-ουργός, οῦ, ὁ, *ἔργω a worker in stone, stone-mason, Ar., Thuc. as adj., σιδήρια λιθουργά a stonemasonʼs tools, Thuc.

ShortDef

a worker in stone, stone-mason

Debugging

Headword:
λιθουργός
Headword (normalized):
λιθουργός
Headword (normalized/stripped):
λιθουργος
IDX:
19694
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19714
Key:
liqourgo/s

Data

{'content': 'λιθουργός\n λῐθ-ουργός, οῦ, ὁ,\n *ἔργω\n a worker in stone, stone-mason, Ar., Thuc.\n as adj., σιδήρια λιθουργά a stonemasonʼs tools, Thuc.', 'key': 'liqourgo/s'}