Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
λιθολόγημα
λιθολόγος
λιθοξόος
λιθοποιός
λιθόρρινος
λιθοσπαδής
λίθος
λιθόστρωτος
λιθοτομία
λιθοτόμος
λιθουργέω
λιθουργός
λιθοφορέω
λιθοφόρος
λιθώδης
λικμαῖος
λικμάω
λικμητήρ
λικμητός
λικμός
λίκνον
View word page
λιθουργέω
λιθουργέω λῐθουργέω, to turn into stone, petrify, Anth. from λῐθουργός
ShortDef
to turn into stone, petrify
Debugging
Headword:
λιθουργέω
Headword (normalized):
λιθουργέω
Headword (normalized/stripped):
λιθουργεω
IDX:
19693
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19713
Key:
liqourge/w
Data
{'content': 'λιθουργέω\n λῐθουργέω,\n to turn into stone, petrify, Anth.\n from λῐθουργός', 'key': 'liqourge/w'}