Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

λιθόλευστος
λιθολόγημα
λιθολόγος
λιθοξόος
λιθοποιός
λιθόρρινος
λιθοσπαδής
λίθος
λιθόστρωτος
λιθοτομία
λιθοτόμος
λιθουργέω
λιθουργός
λιθοφορέω
λιθοφόρος
λιθώδης
λικμαῖος
λικμάω
λικμητήρ
λικμητός
λικμός
View word page
λιθοτόμος
λιθοτόμος λῐθο-τόμος, ὁ, τέμνω a stone-cutter, Xen.

ShortDef

a stone-cutter

Debugging

Headword:
λιθοτόμος
Headword (normalized):
λιθοτόμος
Headword (normalized/stripped):
λιθοτομος
IDX:
19692
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19712
Key:
liqoto/mos

Data

{'content': 'λιθοτόμος\n λῐθο-τόμος, ὁ,\n τέμνω\n a stone-cutter, Xen.', 'key': 'liqoto/mos'}