Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
λιθοκτονία
λιθόλευστος
λιθολόγημα
λιθολόγος
λιθοξόος
λιθοποιός
λιθόρρινος
λιθοσπαδής
λίθος
λιθόστρωτος
λιθοτομία
λιθοτόμος
λιθουργέω
λιθουργός
λιθοφορέω
λιθοφόρος
λιθώδης
λικμαῖος
λικμάω
λικμητήρ
λικμητός
View word page
λιθοτομία
λιθοτομία λῐθοτομία, ἡ, a place where stone is cut, a quarry; mostly in pl., quarries, Hdt., Thuc., etc. from λῐθοτόμος
ShortDef
a place where stone is cut, a quarry
Debugging
Headword:
λιθοτομία
Headword (normalized):
λιθοτομία
Headword (normalized/stripped):
λιθοτομια
IDX:
19691
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19711
Key:
liqotomi/a
Data
{'content': 'λιθοτομία\n λῐθοτομία, ἡ,\n a place where stone is cut, a quarry; mostly in pl., quarries, Hdt., Thuc., etc.\n from λῐθοτόμος', 'key': 'liqotomi/a'}