Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
λιθόδμητος
λιθοδόμος
λιθοεργός
λιθοκόλλητος
λιθοκόπος
λιθοκτονία
λιθόλευστος
λιθολόγημα
λιθολόγος
λιθοξόος
λιθοποιός
λιθόρρινος
λιθοσπαδής
λίθος
λιθόστρωτος
λιθοτομία
λιθοτόμος
λιθουργέω
λιθουργός
λιθοφορέω
λιθοφόρος
View word page
λιθοποιός
λιθοποιός λῐθο-ποιός, όν ποιέω turning to stone, Luc.
ShortDef
turning to stone
Debugging
Headword:
λιθοποιός
Headword (normalized):
λιθοποιός
Headword (normalized/stripped):
λιθοποιος
IDX:
19686
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19706
Key:
liqopoio/s
Data
{'content': 'λιθοποιός\n λῐθο-ποιός, όν\n ποιέω\n turning to stone, Luc.', 'key': 'liqopoio/s'}