Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

λιθοδερκής
λιθόδμητος
λιθοδόμος
λιθοεργός
λιθοκόλλητος
λιθοκόπος
λιθοκτονία
λιθόλευστος
λιθολόγημα
λιθολόγος
λιθοξόος
λιθοποιός
λιθόρρινος
λιθοσπαδής
λίθος
λιθόστρωτος
λιθοτομία
λιθοτόμος
λιθουργέω
λιθουργός
λιθοφορέω
View word page
λιθοξόος
λιθοξόος λῐθο-ξόος, ὁ, ξέω a stone or marble-mason, Anth., Luc.

ShortDef

a stone or marble cutter

Debugging

Headword:
λιθοξόος
Headword (normalized):
λιθοξόος
Headword (normalized/stripped):
λιθοξοος
IDX:
19685
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19705
Key:
liqoco/os

Data

{'content': 'λιθοξόος\n λῐθο-ξόος, ὁ,\n ξέω\n a stone or marble-mason, Anth., Luc.', 'key': 'liqoco/os'}