Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

λιθοβόλος
λιθογλύφος
λιθοδερκής
λιθόδμητος
λιθοδόμος
λιθοεργός
λιθοκόλλητος
λιθοκόπος
λιθοκτονία
λιθόλευστος
λιθολόγημα
λιθολόγος
λιθοξόος
λιθοποιός
λιθόρρινος
λιθοσπαδής
λίθος
λιθόστρωτος
λιθοτομία
λιθοτόμος
λιθουργέω
View word page
λιθολόγημα
λιθολόγημα λῐθολόγημα, ατος, εος, a stone-building, Xen. from λῐθολόγος

ShortDef

a stone-building

Debugging

Headword:
λιθολόγημα
Headword (normalized):
λιθολόγημα
Headword (normalized/stripped):
λιθολογημα
IDX:
19683
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19703
Key:
liqolo/ghma

Data

{'content': 'λιθολόγημα\n λῐθολόγημα, ατος, εος,\n a stone-building, Xen.\n from λῐθολόγος', 'key': 'liqolo/ghma'}