Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

λιθόβολος
λιθοβόλος
λιθογλύφος
λιθοδερκής
λιθόδμητος
λιθοδόμος
λιθοεργός
λιθοκόλλητος
λιθοκόπος
λιθοκτονία
λιθόλευστος
λιθολόγημα
λιθολόγος
λιθοξόος
λιθοποιός
λιθόρρινος
λιθοσπαδής
λίθος
λιθόστρωτος
λιθοτομία
λιθοτόμος
View word page
λιθόλευστος
λιθόλευστος λῐθό-λευστος, ον λεύω stoned with stones: λ. Ἄρης death by stoning, Soph.

ShortDef

stoned with stones

Debugging

Headword:
λιθόλευστος
Headword (normalized):
λιθόλευστος
Headword (normalized/stripped):
λιθολευστος
IDX:
19682
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19702
Key:
liqo/leustos

Data

{'content': 'λιθόλευστος\n λῐθό-λευστος, ον\n λεύω\n stoned with stones: λ. Ἄρης death by stoning, Soph.', 'key': 'liqo/leustos'}