Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

λιθιάω
λιθίδιον
λίθινος
λιθόβλητος
λιθοβολέω
λιθόβολος
λιθοβόλος
λιθογλύφος
λιθοδερκής
λιθόδμητος
λιθοδόμος
λιθοεργός
λιθοκόλλητος
λιθοκόπος
λιθοκτονία
λιθόλευστος
λιθολόγημα
λιθολόγος
λιθοξόος
λιθοποιός
λιθόρρινος
View word page
λιθοδόμος
λιθοδόμος λῐθο-δόμος, ὁ, δέμω building with stones, a mason, Xen.

ShortDef

building with stones, a mason

Debugging

Headword:
λιθοδόμος
Headword (normalized):
λιθοδόμος
Headword (normalized/stripped):
λιθοδομος
IDX:
19677
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19697
Key:
liqodo/mos

Data

{'content': 'λιθοδόμος\n λῐθο-δόμος, ὁ,\n δέμω\n building with stones, a mason, Xen.', 'key': 'liqodo/mos'}