Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

λιθηλογής
λιθιάω
λιθίδιον
λίθινος
λιθόβλητος
λιθοβολέω
λιθόβολος
λιθοβόλος
λιθογλύφος
λιθοδερκής
λιθόδμητος
λιθοδόμος
λιθοεργός
λιθοκόλλητος
λιθοκόπος
λιθοκτονία
λιθόλευστος
λιθολόγημα
λιθολόγος
λιθοξόος
λιθοποιός
View word page
λιθόδμητος
λιθόδμητος λῐθό-δμητος, ον stone-built, Anth.

ShortDef

stone-built

Debugging

Headword:
λιθόδμητος
Headword (normalized):
λιθόδμητος
Headword (normalized/stripped):
λιθοδμητος
IDX:
19676
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19696
Key:
liqo/dmhtos

Data

{'content': 'λιθόδμητος\n λῐθό-δμητος, ον\n stone-built, Anth.', 'key': 'liqo/dmhtos'}