Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
λιθεία
λίθεος
λιθηλογής
λιθιάω
λιθίδιον
λίθινος
λιθόβλητος
λιθοβολέω
λιθόβολος
λιθοβόλος
λιθογλύφος
λιθοδερκής
λιθόδμητος
λιθοδόμος
λιθοεργός
λιθοκόλλητος
λιθοκόπος
λιθοκτονία
λιθόλευστος
λιθολόγημα
λιθολόγος
View word page
λιθογλύφος
λιθογλύφος λῐθο-γλύφος (ῠ), ὁ, γλύφω a sculptor, Luc.
ShortDef
a sculptor
Debugging
Headword:
λιθογλύφος
Headword (normalized):
λιθογλύφος
Headword (normalized/stripped):
λιθογλυφος
IDX:
19674
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19694
Key:
liqoglu/fos
Data
{'content': 'λιθογλύφος\n λῐθο-γλύφος (ῠ), ὁ,\n γλύφω\n a sculptor, Luc.', 'key': 'liqoglu/fos'}