Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
λιθάς
λιθάω
λιθεία
λίθεος
λιθηλογής
λιθιάω
λιθίδιον
λίθινος
λιθόβλητος
λιθοβολέω
λιθόβολος
λιθοβόλος
λιθογλύφος
λιθοδερκής
λιθόδμητος
λιθοδόμος
λιθοεργός
λιθοκόλλητος
λιθοκόπος
λιθοκτονία
λιθόλευστος
View word page
λιθόβολος
λιθόβολος λῐθο-βόλος, ον cf. λιθοβόλος βάλλω proparox. λιθόβολος, ον, pass. struck with stones, stoned, Eur.
ShortDef
struck with stones, stoned
Debugging
Headword:
λιθόβολος
Headword (normalized):
λιθόβολος
Headword (normalized/stripped):
λιθοβολος
IDX:
19672
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19692
Key:
liqo/bolos
Data
{'content': 'λιθόβολος\n λῐθο-βόλος, ον\n cf. λιθοβόλος\n βάλλω\n proparox. λιθόβολος, ον, pass. struck with stones, stoned, Eur.', 'key': 'liqo/bolos'}