Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

λίθαξ
λιθάς
λιθάω
λιθεία
λίθεος
λιθηλογής
λιθιάω
λιθίδιον
λίθινος
λιθόβλητος
λιθοβολέω
λιθόβολος
λιθοβόλος
λιθογλύφος
λιθοδερκής
λιθόδμητος
λιθοδόμος
λιθοεργός
λιθοκόλλητος
λιθοκόπος
λιθοκτονία
View word page
λιθοβολέω
λιθοβολέω λῐθοβολέω, to pelt with stones, stone, NTest. from λῐθοβόλος

ShortDef

to pelt with stones, stone

Debugging

Headword:
λιθοβολέω
Headword (normalized):
λιθοβολέω
Headword (normalized/stripped):
λιθοβολεω
IDX:
19671
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19691
Key:
liqobole/w

Data

{'content': 'λιθοβολέω\n λῐθοβολέω,\n to pelt with stones, stone, NTest.\n from λῐθοβόλος', 'key': 'liqobole/w'}