Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
λιγυρός
λιγύς
Λίγυς
λιγύφθογγος
λιγύφωνος
λιθάζω
λίθαξ
λιθάς
λιθάω
λιθεία
λίθεος
λιθηλογής
λιθιάω
λιθίδιον
λίθινος
λιθόβλητος
λιθοβολέω
λιθόβολος
λιθοβόλος
λιθογλύφος
λιθοδερκής
View word page
λίθεος
λίθεος λίθεος (ῐ), η, ον = λίθινος of stone, Hom.
ShortDef
of stone
Debugging
Headword:
λίθεος
Headword (normalized):
λίθεος
Headword (normalized/stripped):
λιθεος
IDX:
19665
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19685
Key:
li/qeos
Data
{'content': 'λίθεος\n λίθεος (ῐ), η, ον\n = λίθινος\n of stone, Hom.', 'key': 'li/qeos'}