Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

λιγυπτέρυγος
λιγυρός
λιγύς
Λίγυς
λιγύφθογγος
λιγύφωνος
λιθάζω
λίθαξ
λιθάς
λιθάω
λιθεία
λίθεος
λιθηλογής
λιθιάω
λιθίδιον
λίθινος
λιθόβλητος
λιθοβολέω
λιθόβολος
λιθοβόλος
λιθογλύφος
View word page
λιθεία
λιθεία λῐθεία, ἡ, λίθος a sort of fine stone or marble for building, Strab. a precious stone, Strab.

ShortDef

fine stone or marble; precious stones, jewelry

Debugging

Headword:
λιθεία
Headword (normalized):
λιθεία
Headword (normalized/stripped):
λιθεια
IDX:
19664
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19684
Key:
liqei/a

Data

{'content': 'λιθεία\n λῐθεία, ἡ,\n λίθος\n a sort of fine stone or marble for building, Strab.\n a precious stone, Strab.', 'key': 'liqei/a'}