Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

λιγνύς
Λιγυαστάδης
λιγυηχής
λιγύμολπος
λιγύμυθος
λιγυπνείων
λιγύπνοιος
λιγυπτέρυγος
λιγυρός
λιγύς
Λίγυς
λιγύφθογγος
λιγύφωνος
λιθάζω
λίθαξ
λιθάς
λιθάω
λιθεία
λίθεος
λιθηλογής
λιθιάω
View word page
Λίγυς
Λίγυς Λίγυς (ῐ), υος a Ligurian, Hdt., Thuc., etc.:— adj. Λιγυστικός, ή, όν Ligurian, Strab.

ShortDef

a Ligurian

Debugging

Headword:
Λίγυς
Headword (normalized):
λίγυς
Headword (normalized/stripped):
λιγυς
IDX:
19657
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19677
Key:
*li/gus

Data

{'content': 'Λίγυς\n Λίγυς (ῐ), υος\n a Ligurian, Hdt., Thuc., etc.:— adj. Λιγυστικός, ή, όν Ligurian, Strab.', 'key': '*li/gus'}