Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

Λιβύη
Λιβυκός
Λιβυρνικός
Λιβυρνοί
Λίβυς
Λιβυφοῖνιξ
λιγαίνω
λίγα
λίγγω
λίγδην
λιγέως
λιγνύς
Λιγυαστάδης
λιγυηχής
λιγύμολπος
λιγύμυθος
λιγυπνείων
λιγύπνοιος
λιγυπτέρυγος
λιγυρός
λιγύς
View word page
λιγέως
λιγέως adverb of λιγύς.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
λιγέως
Headword (normalized):
λιγέως
Headword (normalized/stripped):
λιγεως
IDX:
19646
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19666
Key:
lige/ws

Data

{'content': 'λιγέως\n adverb of λιγύς.', 'key': 'lige/ws'}