Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

λιβρός
Λιβύηθε
Λιβύη
Λιβυκός
Λιβυρνικός
Λιβυρνοί
Λίβυς
Λιβυφοῖνιξ
λιγαίνω
λίγα
λίγγω
λίγδην
λιγέως
λιγνύς
Λιγυαστάδης
λιγυηχής
λιγύμολπος
λιγύμυθος
λιγυπνείων
λιγύπνοιος
λιγυπτέρυγος
View word page
λίγγω
λίγγω λίγγω, only in Epic aor1, λίγξε βιός the bow twanged, Il.

ShortDef

twanged

Debugging

Headword:
λίγγω
Headword (normalized):
λίγγω
Headword (normalized/stripped):
λιγγω
IDX:
19644
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19664
Key:
li/ggw

Data

{'content': 'λίγγω\n λίγγω,\n only in Epic aor1, λίγξε βιός the bow twanged, Il.', 'key': 'li/ggw'}