Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

λίβος
λιβρός
Λιβύηθε
Λιβύη
Λιβυκός
Λιβυρνικός
Λιβυρνοί
Λίβυς
Λιβυφοῖνιξ
λιγαίνω
λίγα
λίγγω
λίγδην
λιγέως
λιγνύς
Λιγυαστάδης
λιγυηχής
λιγύμολπος
λιγύμυθος
λιγυπνείων
λιγύπνοιος
View word page
λίγα
λίγα adverb of λιγύς in loud clear tone, Hom.

ShortDef

in loud clear tone

Debugging

Headword:
λίγα
Headword (normalized):
λίγα
Headword (normalized/stripped):
λιγα
IDX:
19643
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19663
Key:
li/ga

Data

{'content': 'λίγα\n adverb of λιγύς\n in loud clear tone, Hom.', 'key': 'li/ga'}