Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

λιβανωτοφόρος
λιβάς
λιβερτῖνος
λίβος
λιβρός
Λιβύηθε
Λιβύη
Λιβυκός
Λιβυρνικός
Λιβυρνοί
Λίβυς
Λιβυφοῖνιξ
λιγαίνω
λίγα
λίγγω
λίγδην
λιγέως
λιγνύς
Λιγυαστάδης
λιγυηχής
λιγύμολπος
View word page
Λίβυς
Λίβυς Λίβῠς (ῐ), ῠος, ὁ, a Libyan, Hdt., etc.; and as adj. = Λιβυκός, Eur.; fem. Λίβυσσα, Pind.; also Λιβυστικός, ή, όν, Aesch.

ShortDef

a Libyan

Debugging

Headword:
Λίβυς
Headword (normalized):
λίβυς
Headword (normalized/stripped):
λιβυς
IDX:
19640
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19660
Key:
*li/bus

Data

{'content': 'Λίβυς\n Λίβῠς (ῐ), ῠος, ὁ,\n a Libyan, Hdt., etc.; and as adj. = Λιβυκός, Eur.; fem. Λίβυσσα, Pind.; also Λιβυστικός, ή, όν, Aesch.', 'key': '*li/bus'}