Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

λιβάδιον
λιβάζω
λίβανος
λιβανόχροος
λιβανωτίζω
λιβανωτός
λιβανωτοφόρος
λιβάς
λιβερτῖνος
λίβος
λιβρός
Λιβύηθε
Λιβύη
Λιβυκός
Λιβυρνικός
Λιβυρνοί
Λίβυς
Λιβυφοῖνιξ
λιγαίνω
λίγα
λίγγω
View word page
λιβρός
λιβρός λιβρός, ά, όν λείβω dripping, wet, Anth.

ShortDef

dripping, wet

Debugging

Headword:
λιβρός
Headword (normalized):
λιβρός
Headword (normalized/stripped):
λιβρος
IDX:
19634
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19654
Key:
libro/s

Data

{'content': 'λιβρός\n λιβρός, ά, όν\n λείβω\n dripping, wet, Anth.', 'key': 'libro/s'}