Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
λιαρός
λιβάδιον
λιβάζω
λίβανος
λιβανόχροος
λιβανωτίζω
λιβανωτός
λιβανωτοφόρος
λιβάς
λιβερτῖνος
λίβος
λιβρός
Λιβύηθε
Λιβύη
Λιβυκός
Λιβυρνικός
Λιβυρνοί
Λίβυς
Λιβυφοῖνιξ
λιγαίνω
λίγα
View word page
λίβος
λίβος = λιβάς: λ. αἵματος a drop or fleck of blood, Aesch.: pl. λίβη tears, Aesch.
ShortDef
a drop, trickle; tear drop
Debugging
Headword:
λίβος
Headword (normalized):
λίβος
Headword (normalized/stripped):
λιβος
IDX:
19633
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19653
Key:
li/bos
Data
{'content': 'λίβος\n = λιβάς: λ. αἵματος a drop or fleck of blood, Aesch.: pl. λίβη tears, Aesch.', 'key': 'li/bos'}