Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

Λητώ
λῆψις
λιάζομαι
λίαν
λιαρός
λιβάδιον
λιβάζω
λίβανος
λιβανόχροος
λιβανωτίζω
λιβανωτός
λιβανωτοφόρος
λιβάς
λιβερτῖνος
λίβος
λιβρός
Λιβύηθε
Λιβύη
Λιβυκός
Λιβυρνικός
Λιβυρνοί
View word page
λιβανωτός
λιβανωτός λῐβᾰνωτός, οῦ, frankincense, the gum of the tree λίβανος, Hdt., Ar., etc. a censer, Lat. thuribulum, NTest.

ShortDef

frankincense, the gum of the tree

Debugging

Headword:
λιβανωτός
Headword (normalized):
λιβανωτός
Headword (normalized/stripped):
λιβανωτος
IDX:
19629
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19649
Key:
libanwto/s

Data

{'content': 'λιβανωτός\n λῐβᾰνωτός, οῦ,\n frankincense, the gum of the tree λίβανος, Hdt., Ar., etc.\n a censer, Lat. thuribulum, NTest.', 'key': 'libanwto/s'}