Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

Λητῷος
Λητώ
λῆψις
λιάζομαι
λίαν
λιαρός
λιβάδιον
λιβάζω
λίβανος
λιβανόχροος
λιβανωτίζω
λιβανωτός
λιβανωτοφόρος
λιβάς
λιβερτῖνος
λίβος
λιβρός
Λιβύηθε
Λιβύη
Λιβυκός
Λιβυρνικός
View word page
λιβανωτίζω
λιβανωτίζω λῐβᾰνωτίζω, to fumigate with frankincense, Strab.

ShortDef

to fumigate with frankincense

Debugging

Headword:
λιβανωτίζω
Headword (normalized):
λιβανωτίζω
Headword (normalized/stripped):
λιβανωτιζω
IDX:
19628
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19648
Key:
libanwti/zw

Data

{'content': 'λιβανωτίζω\n λῐβᾰνωτίζω,\n to fumigate with frankincense, Strab.', 'key': 'libanwti/zw'}