Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
Λητογενής
Λητοΐδης
Λητῷος
Λητώ
λῆψις
λιάζομαι
λίαν
λιαρός
λιβάδιον
λιβάζω
λίβανος
λιβανόχροος
λιβανωτίζω
λιβανωτός
λιβανωτοφόρος
λιβάς
λιβερτῖνος
λίβος
λιβρός
Λιβύηθε
Λιβύη
View word page
λίβανος
λίβανος λίβᾰνος (ῐ), ὁ, the frankincense-tree, producing λιβανωτός, Hdt., etc. = λιβανωτός, in which sense it is fem., Eur., etc. A foreign word.
ShortDef
Mt. Lebanon
the frankincense-tree
Debugging
Headword:
λίβανος
Headword (normalized):
λίβανος
Headword (normalized/stripped):
λιβανος
IDX:
19626
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19646
Key:
li/banos
Data
{'content': 'λίβανος\n λίβᾰνος (ῐ), ὁ,\n the frankincense-tree, producing λιβανωτός, Hdt., etc. \n = λιβανωτός, in which sense it is fem., Eur., etc.\n A foreign word.', 'key': 'li/banos'}