Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
λῃστρίς
Λητογενής
Λητοΐδης
Λητῷος
Λητώ
λῆψις
λιάζομαι
λίαν
λιαρός
λιβάδιον
λιβάζω
λίβανος
λιβανόχροος
λιβανωτίζω
λιβανωτός
λιβανωτοφόρος
λιβάς
λιβερτῖνος
λίβος
λιβρός
Λιβύηθε
View word page
λιβάζω
λιβάζω λιβάς =λείβω, to let fall in drops:— Mid. to run out in drops, trickle, Anth.
ShortDef
to let fall in drops
Debugging
Headword:
λιβάζω
Headword (normalized):
λιβάζω
Headword (normalized/stripped):
λιβαζω
IDX:
19625
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19645
Key:
liba/zw
Data
{'content': 'λιβάζω\n λιβάς\n =λείβω, to let fall in drops:— Mid. to run out in drops, trickle, Anth.', 'key': 'liba/zw'}