Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

λῃστοκτόνος
λῃστρικός
λῃστρίς
Λητογενής
Λητοΐδης
Λητῷος
Λητώ
λῆψις
λιάζομαι
λίαν
λιαρός
λιβάδιον
λιβάζω
λίβανος
λιβανόχροος
λιβανωτίζω
λιβανωτός
λιβανωτοφόρος
λιβάς
λιβερτῖνος
λίβος
View word page
λιαρός
λιαρός λιᾰρός, ά, όν like χλιαρός warm, Hom.; οὖρος λ. a warm soft wind, Od.; ὕπνος λ. balmy sleep, Il.

ShortDef

warm

Debugging

Headword:
λιαρός
Headword (normalized):
λιαρός
Headword (normalized/stripped):
λιαρος
IDX:
19623
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19643
Key:
liaro/s

Data

{'content': 'λιαρός\n λιᾰρός, ά, όν\n like χλιαρός\n warm, Hom.; οὖρος λ. a warm soft wind, Od.; ὕπνος λ. balmy sleep, Il.', 'key': 'liaro/s'}