Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

λῆστις
λῃστοκτόνος
λῃστρικός
λῃστρίς
Λητογενής
Λητοΐδης
Λητῷος
Λητώ
λῆψις
λιάζομαι
λίαν
λιαρός
λιβάδιον
λιβάζω
λίβανος
λιβανόχροος
λιβανωτίζω
λιβανωτός
λιβανωτοφόρος
λιβάς
λιβερτῖνος
View word page
λίαν
λίαν λι- very, exceedingly, Hom.; οὐδέ τι λ. οὕτω not so very much, Od.; with a Verb, very much, overmuch, exceedingly, Hom.; strengthd. καὶ λίην, as, aye truly, verily, Hom.; λίην πιστεύειν to believe implicitly, Hdt.; κόμπος λίαν εἰρημένος verily, truly, Aesch.; ἡ λίαν φιλότης his too great love, Aesch.

ShortDef

very, exceedingly

Debugging

Headword:
λίαν
Headword (normalized):
λίαν
Headword (normalized/stripped):
λιαν
IDX:
19622
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19642
Key:
li/an

Data

{'content': 'λίαν\n λι-\n very, exceedingly, Hom.; οὐδέ τι λ. οὕτω not so very much, Od.; with a Verb, very much, overmuch, exceedingly, Hom.; strengthd. καὶ λίην, as, aye truly, verily, Hom.; λίην πιστεύειν to believe implicitly, Hdt.; κόμπος λίαν εἰρημένος verily, truly, Aesch.; ἡ λίαν φιλότης his too great love, Aesch.', 'key': 'li/an'}