Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

λῃστικός
λῆστις
λῃστοκτόνος
λῃστρικός
λῃστρίς
Λητογενής
Λητοΐδης
Λητῷος
Λητώ
λῆψις
λιάζομαι
λίαν
λιαρός
λιβάδιον
λιβάζω
λίβανος
λιβανόχροος
λιβανωτίζω
λιβανωτός
λιβανωτοφόρος
λιβάς
View word page
λιάζομαι
λιάζομαι = κλίνω Epic Dep to bend, incline: mostly of persons, to go aside, withdraw, recoil, shrink back, Il.; δεῦρο λιάσθης hither has thou retired, Il.; παρὰ κληῖδα λιάσθη, of a vision, slipped away by the key-hole, Od.; ἐλιάσθην πρός σε I came away to thee, Eur. to sink, fall, πρηνὴς ἐλιάσθη, λιαζόμενος προτὶ γαίῃ Il. of things, λιάζετο κῦμα retired, drew back, Il.; πτερὰ λίασθεν (for ἐλιάσθησαν) the dying birdʼs wings dropped, Il. deriv. uncertain

ShortDef

to bend, incline

Debugging

Headword:
λιάζομαι
Headword (normalized):
λιάζομαι
Headword (normalized/stripped):
λιαζομαι
IDX:
19621
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19641
Key:
lia/zomai

Data

{'content': 'λιάζομαι\n = κλίνω\n Epic Dep to bend, incline:\n mostly of persons, to go aside, withdraw, recoil, shrink back, Il.; δεῦρο λιάσθης hither has thou retired, Il.; παρὰ κληῖδα λιάσθη, of a vision, slipped away by the key-hole, Od.; ἐλιάσθην πρός σε I came away to thee, Eur.\n to sink, fall, πρηνὴς ἐλιάσθη, λιαζόμενος προτὶ γαίῃ Il.\n of things, λιάζετο κῦμα retired, drew back, Il.; πτερὰ λίασθεν (for ἐλιάσθησαν) the dying birdʼs wings dropped, Il.\n deriv. uncertain', 'key': 'lia/zomai'}