Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
λησμοσύνη
λῃστάρχης
λῃστεία
λῃστεύω
λῃστήριον
λῃστής
λῃστικός
λῆστις
λῃστοκτόνος
λῃστρικός
λῃστρίς
Λητογενής
Λητοΐδης
Λητῷος
Λητώ
λῆψις
λιάζομαι
λίαν
λιαρός
λιβάδιον
λιβάζω
View word page
λῃστρίς
λῃστρίς λῃστρίς, ίδος pecul. fem. of λῃστρικός ναῦς λ. a pirate vessel, Dem., etc.
ShortDef
a pirate
Debugging
Headword:
λῃστρίς
Headword (normalized):
λῃστρίς
Headword (normalized/stripped):
ληστρις
IDX:
19615
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19635
Key:
lh|stri/s
Data
{'content': 'λῃστρίς\n λῃστρίς, ίδος\n pecul. fem. of λῃστρικός\n ναῦς λ. a pirate vessel, Dem., etc.', 'key': 'lh|stri/s'}