Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
λησίμβροτος
λησμοσύνη
λῃστάρχης
λῃστεία
λῃστεύω
λῃστήριον
λῃστής
λῃστικός
λῆστις
λῃστοκτόνος
λῃστρικός
λῃστρίς
Λητογενής
Λητοΐδης
Λητῷος
Λητώ
λῆψις
λιάζομαι
λίαν
λιαρός
λιβάδιον
View word page
λῃστρικός
λῃστρικός λῃστρικός, ή, όν = λῃστικός piratical, Thuc., etc.
ShortDef
piratical
Debugging
Headword:
λῃστρικός
Headword (normalized):
λῃστρικός
Headword (normalized/stripped):
ληστρικος
IDX:
19614
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19634
Key:
lh|striko/s
Data
{'content': 'λῃστρικός\n λῃστρικός, ή, όν\n = λῃστικός\n piratical, Thuc., etc.', 'key': 'lh|striko/s'}