Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

λῆρος
λῆρος
ληρώδης
λησίμβροτος
λησμοσύνη
λῃστάρχης
λῃστεία
λῃστεύω
λῃστήριον
λῃστής
λῃστικός
λῆστις
λῃστοκτόνος
λῃστρικός
λῃστρίς
Λητογενής
Λητοΐδης
Λητῷος
Λητώ
λῆψις
λιάζομαι
View word page
λῃστικός
λῃστικός λῃστικός, ή, όν inclined to rob, piratical, buccaneering, Thuc., Dem.:— τὸ λῃστικόν piracy, Thuc.; also a band of robbers, Thuc. adv. -κῶς, in the manner of pirates; comp. -κώτερον, Thuc.

ShortDef

inclined to rob, piratical, buccaneering

Debugging

Headword:
λῃστικός
Headword (normalized):
λῃστικός
Headword (normalized/stripped):
ληστικος
IDX:
19611
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19631
Key:
lh|stiko/s

Data

{'content': 'λῃστικός\n λῃστικός, ή, όν\n inclined to rob, piratical, buccaneering, Thuc., Dem.:— τὸ λῃστικόν piracy, Thuc.; also a band of robbers, Thuc.\n adv. -κῶς, in the manner of pirates; comp. -κώτερον, Thuc.', 'key': 'lh|stiko/s'}