Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ληπτικός
ληπτός
ληρέω
λήρημα
λῆρος
λῆρος
ληρώδης
λησίμβροτος
λησμοσύνη
λῃστάρχης
λῃστεία
λῃστεύω
λῃστήριον
λῃστής
λῃστικός
λῆστις
λῃστοκτόνος
λῃστρικός
λῃστρίς
Λητογενής
Λητοΐδης
View word page
λῃστεία
λῃστεία λῃστεία, ἡ, a robberʼs life, robbery, piracy, buccaneering, Lat. latrocinium, Thuc., Xen. from λῃστεύω
ShortDef
a robber's life, robbery, piracy, buccaneering
Debugging
Headword:
λῃστεία
Headword (normalized):
λῃστεία
Headword (normalized/stripped):
ληστεια
IDX:
19607
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19627
Key:
lh|stei/a
Data
{'content': 'λῃστεία\n λῃστεία, ἡ,\n a robberʼs life, robbery, piracy, buccaneering, Lat. latrocinium, Thuc., Xen.\n from λῃστεύω', 'key': 'lh|stei/a'}