Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ληπτέος
ληπτικός
ληπτός
ληρέω
λήρημα
λῆρος
λῆρος
ληρώδης
λησίμβροτος
λησμοσύνη
λῃστάρχης
λῃστεία
λῃστεύω
λῃστήριον
λῃστής
λῃστικός
λῆστις
λῃστοκτόνος
λῃστρικός
λῃστρίς
Λητογενής
View word page
λῃστάρχης
λῃστάρχης λῃστ-άρχης, ου, ὁ, ἄρχω a captain of robbers, Plut.
ShortDef
a captain of robbers
Debugging
Headword:
λῃστάρχης
Headword (normalized):
λῃστάρχης
Headword (normalized/stripped):
λησταρχης
IDX:
19606
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19626
Key:
lh|sta/rxhs
Data
{'content': 'λῃστάρχης\n λῃστ-άρχης, ου, ὁ,\n ἄρχω\n a captain of robbers, Plut.', 'key': 'lh|sta/rxhs'}