Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

λῆξις
λῆξις2
ληπτέος
ληπτικός
ληπτός
ληρέω
λήρημα
λῆρος
λῆρος
ληρώδης
λησίμβροτος
λησμοσύνη
λῃστάρχης
λῃστεία
λῃστεύω
λῃστήριον
λῃστής
λῃστικός
λῆστις
λῃστοκτόνος
λῃστρικός
View word page
λησίμβροτος
λησίμβροτος λησί-μβροτος, ον λήθω, βροτός taking men unawares, a thief, Hhymn.

ShortDef

taking men unawares, a thief

Debugging

Headword:
λησίμβροτος
Headword (normalized):
λησίμβροτος
Headword (normalized/stripped):
λησιμβροτος
IDX:
19604
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19624
Key:
lhsi/mbrotos

Data

{'content': 'λησίμβροτος\n λησί-μβροτος, ον\n λήθω, βροτός\n taking men unawares, a thief, Hhymn.', 'key': 'lhsi/mbrotos'}