Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ληξίαρχος
λῆξις
λῆξις2
ληπτέος
ληπτικός
ληπτός
ληρέω
λήρημα
λῆρος
λῆρος
ληρώδης
λησίμβροτος
λησμοσύνη
λῃστάρχης
λῃστεία
λῃστεύω
λῃστήριον
λῃστής
λῃστικός
λῆστις
λῃστοκτόνος
View word page
ληρώδης
ληρώδης ληρ-ώδης, ες εἶδος frivolous, silly, Plat., Arist.
ShortDef
frivolous, silly
Debugging
Headword:
ληρώδης
Headword (normalized):
ληρώδης
Headword (normalized/stripped):
ληρωδης
IDX:
19603
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19623
Key:
lhrw/dhs
Data
{'content': 'ληρώδης\n ληρ-ώδης, ες\n εἶδος\n frivolous, silly, Plat., Arist.', 'key': 'lhrw/dhs'}