Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ληνός
λῆνος
ληξιαρχικός
ληξίαρχος
λῆξις
λῆξις2
ληπτέος
ληπτικός
ληπτός
ληρέω
λήρημα
λῆρος
λῆρος
ληρώδης
λησίμβροτος
λησμοσύνη
λῃστάρχης
λῃστεία
λῃστεύω
λῃστήριον
λῃστής
View word page
λήρημα
λήρημα λήρημα, ατος, τό, from ληρέω silly talk, nonsense, Plat.
ShortDef
silly talk, nonsense
Debugging
Headword:
λήρημα
Headword (normalized):
λήρημα
Headword (normalized/stripped):
ληρημα
IDX:
19600
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19620
Key:
lh/rhma
Data
{'content': 'λήρημα\n λήρημα, ατος, τό,\n from ληρέω\n silly talk, nonsense, Plat.', 'key': 'lh/rhma'}