Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
Ληναιών
Λῆναι
ληνός
λῆνος
ληξιαρχικός
ληξίαρχος
λῆξις
λῆξις2
ληπτέος
ληπτικός
ληπτός
ληρέω
λήρημα
λῆρος
λῆρος
ληρώδης
λησίμβροτος
λησμοσύνη
λῃστάρχης
λῃστεία
λῃστεύω
View word page
ληπτός
ληπτός ληπτός, ή, όν verb. adj. of λαμβάνω, to be apprehended, Plat., Anth.
ShortDef
to be apprehended
Debugging
Headword:
ληπτός
Headword (normalized):
ληπτός
Headword (normalized/stripped):
ληπτος
IDX:
19598
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19618
Key:
lhpto/s
Data
{'content': 'ληπτός\n ληπτός, ή, όν\n verb. adj. of λαμβάνω,\n to be apprehended, Plat., Anth.', 'key': 'lhpto/s'}