Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

Ληναικός
ληναῖος
Ληναΐτης
Ληναιών
Λῆναι
ληνός
λῆνος
ληξιαρχικός
ληξίαρχος
λῆξις
λῆξις2
ληπτέος
ληπτικός
ληπτός
ληρέω
λήρημα
λῆρος
λῆρος
ληρώδης
λησίμβροτος
λησμοσύνη
View word page
λῆξις2
λῆξις2 λήγω cessation, Aesch.

ShortDef

a portion assigned by lot, an allotment
cessation

Debugging

Headword:
λῆξις2
Headword (normalized):
λῆξις
Headword (normalized/stripped):
ληξις2
IDX:
19595
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19615
Key:
lh=cis2

Data

{'content': 'λῆξις2\n λήγω\n cessation, Aesch.', 'key': 'lh=cis2'}