Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ληκυθουργός
λῆμα
ληματιάω
λημάω
λήμη
λῆμμα
Λήμνιος
λημνίσκος
Λημνόθεν
Λῆμνος
Ληναικός
ληναῖος
Ληναΐτης
Ληναιών
Λῆναι
ληνός
λῆνος
ληξιαρχικός
ληξίαρχος
λῆξις
λῆξις2
View word page
Ληναικός
Ληναικός Ληναϊκός, ή, όν of or belonging to the Λήναια, Anth.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
Ληναικός
Headword (normalized):
ληναικός
Headword (normalized/stripped):
ληναικος
IDX:
19585
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19605
Key:
*lhnaiko/s

Data

{'content': 'Ληναικός\n Ληναϊκός, ή, όν\n of or belonging to the Λήναια, Anth.', 'key': '*lhnaiko/s'}